γλυκόλες

γλυκόλες
Ομάδα αλκοολών που περιέχουν δύο υδροξύλια, συνήθως σε δύο διαφορετικά άτομα άνθρακα. Οι 1,1-διόλες, όπως ονομάζονται, περιέχουν τα δύο υδροξύλια στο ίδιο άτομο άνθρακα, αποτελούν τους υδρίτες των καρβονυλικών ενώσεων, είναι σώματα ασταθή και με αφυδάτωση δίνουν τις αντίστοιχες καρβονυλικές ενώσεις. Οι 1,2-διόλες, παρασκευάζονται από τα αντίστοιχα αλογονοπαράγωγα ή από αλκένια με επίδραση υπερμαγγανικού καλίου. Είναι άχρωμα, παχύρρευστα υγρά, με γλυκιά γεύση και διαλυτά στο νερό και στην αλκοόλη. Με αφυδάτωση δίνουν ασταθείς ακόρεστες μονοσθενείς αλκοόλες που ισομερίζονται και σχηματίζουν καρβονυλικές ενώσεις. Το πιο απλό και σημαντικό μέλος της σειράς είναι η αιθυνελογλυκόζη, CH2OHCH2OH, που παρασκευάζεται με διάσπαση του αιθυλενοξειδίου με νερό. Είναι παχύρρευστο υγρό, με γλυκιά γεύση και σημείο βρασμού 197°C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης, ως αντιψυκτικό καθώς και στην παρασκευή εκρηκτικών υλών. Οι 1,3-1,4- κλπ. διόλες παρασκευάζονται αν εφαρμοστούν διπλή φορά οι μέθοδοι παρασκευής των αλκοολών. Σπουδαιότερο μέλος της σειράς είναι η βουτανοδιόλη -1,4 (HOCH2 CH2 CH2 CH2 OH). Είναι υγρό με δυσάρεστη οσμή, σημείο βρασμού 230°C και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε πολλές συνθέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποσμητικά — Ουσίες που έχουν την ιδιότητα να απομακρύνουν, να βελτιώνουν ή, το λιγότερο, να μειώνουν την ένταση μιας οσμής, ιδιαίτερα έντονης ή δυσάρεστης. Είναι γνωστοί διάφοροι τύποι α. με ποικίλους μηχανισμούς. Το α. μπορεί πράγματι να προκαλέσει σωστή… …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… …   Dictionary of Greek

  • πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλογλυκόλη — η, Ν χημ. γλυκόλη παρασκευαζόμενη από στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylglycol < phenyl (βλ. φαινύλιο) + glycol (βλ. γλυκόλες)] …   Dictionary of Greek

  • όσμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Os ανήκα στην ογδόη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 76, ατομικό βάρος 190,2 και επτά σταθερά ισότοπα. Βρίσκεται στη φύση πάντοτε με άλλα στοιχεία της αυτής ομάδας και ειδικά το ιρίδιο …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”